Κορυφώνεται στη Γερμανία η συζήτηση για τα ευρωομόλογα. Ο Γερμανός οικονομολόγος Ράινχαρντ Ζέλτεν εκτιμά ότι το ευρωομόλογο δεν είναι η σωστή λύση, γιατί δεν υπάρχει κεντρική οικονομική διακυβέρνηση στην ΕΕ.
Τα θεσμικά κενά της ΕΕ αλλά και οι δυσκολίες στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνιστούν τη μεγάλη ‘παγίδα’ για το ευρώ. Αυτό υπογραμμίζουν συχνά ειδικοί αναλυτές, οικονομολόγοι και αρκετοί πολιτικοί από τότε που ξέσπασε η ευρωκρίση. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσουν πολλοί Γερμανοί οικονομολόγοι και την έκδοση ή όχι ευρωομολόγου.
Ο νομπελίστας οικονομολόγος Ράινχαρντ Ζέλτεν σε συνέντευξή του στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF), τονίζει, ότι «ευρωομόλογα που θα εκδοθούν από τις χρεωμένες χώρες-μέλη της ένωσης και μετά θα πρέπει να πληρώσει η ΕΕ, δεν είναι ο σωστός δρόμος».
Ταυτόχρονα εκτιμά πως είναι σωστό «οι διαβουλεύσεις για την έκδοση ή όχι ευρωομολόγου να είναι ανοιχτές», όπως επίσης και το γεγονός ότι γίνεται προσπάθεια «να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, που θα διασφαλίζει τις ανάλογες προϋποθέσεις για τη δρομολόγησή τους», αλλά επαναλαμβάνει ότι «δεν στηρίζει μια τέτοια λύση».
Μόνο σε συνδυασμό με δημοσιονομική πειθαρχία και διαρθρωτικές αλλαγές
Στο ερώτημα γιατί δεν συνάδει μια τέτοια λύση με την ΕΕ, εφ’ όσον όλοι αποδέχονται πως πρέπει να δρομολογηθεί τελικά μια κοινή δημοσιονομική πολιτική, ο διάσημος οικονομολόγος παίρνοντας για παράδειγμα τα χρέη της τοπικής αυτοδιοίκησης αποσαφηνίζει τις συνέπειες μιας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής στην ΕΕ: «Όταν μια κοινότητα ή ένας δήμος έχει υψηλά χρέη το κράτος δεν αναλαμβάνει μόνον τα χρέη, αλλά και μέρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της συγκεκριμένης κοινότητας ή δήμου. Δηλαδή εάν η ένωση αναλάβει τις εγγυήσεις έναντι του χρέους μιας χώρας-μέλους, τότε θα πρέπει να συρρικνωθούν και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας-μέλους.»
Ο οικονομολόγος Ζέλτεν εξέφρασε επίσης την άποψη ότι δεν υπάρχει «σοβαρός κίνδυνος» για την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Γερμανίας, αν και παραδέχθηκε ότι «όταν μια χώρα στηρίζει την οικονομική της πολιτική σε ευρύτερες, κοινοτικές ρυθμίσεις, ενδέχεται να υποστεί τις συνέπειες των αναταράξεων του ευρώ.»
Ο Γερμανός νομπελίστας επαναλαμβάνει στην ουσία αυτό που δήλωσε χθες σαφέστατα ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ή υπαινίχθηκε χθες ή και πριν από καιρό ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: κοινή δημοσιονομική πολιτική σημαίνει εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Διότι μόνον έτσι μπορεί να διασφαλιστεί η συνέχιση του προγράμματος εξυγίανσης και η υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών στις χώρες-μέλη που έχουν μεγάλο δημόσιο χρέος. Δηλαδή εάν βρεθεί μια φόρμουλα διασφάλισης των παραπάνω παραμέτρων ενδέχεται ακόμη και οι φιλελεύθεροι του Ρέσλερ να πουν ‘ναι’ στο ευρωομόλογο; Ουδείς γνωρίζει, ωστόσο φαίνεται ότι εντείνονται οι διαβουλεύσεις για την εξεύρεση μιας λύσης σε αυτή την κατεύθυνση, παρά την τακτική των διαψεύσεων.
Υπάρχουν όμως σοβαρές δυσκολίες. Διότι, πρώτον, καμία χώρα της ΕΕ δεν είναι ώριμη για εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε έναν ευρωπαϊκό θεσμό, και δεύτερον, στη Γερμανία, διεξάγονται τον Σεπτέμβριο, τοπικές βουλευτικές εκλογές σε δύο κρατίδια (Μεκλεμβούργο και Βερολίνο) και δημοτικές εκλογές σε ένα τρίτο (Κάτω Σαξονία).
Για τους Χριστιανοδημοκράτες της κ. Μέρκελ και τους Ελεύθερους Δημοκράτες του κ. Ρέσλερ οι εκλογές αυτές συνιστούν μια ακόμη σημαντική αναμέτρηση. Γιατί το θερμόμετρο των δημοσκοπήσεων είναι αμείλικτο: οι Χριστιανοδημοκράτες είναι ‘κολλημένοι’ στο 32% και οι Φιλελεύθεροι στο 4%.
Τα θεσμικά κενά της ΕΕ αλλά και οι δυσκολίες στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνιστούν τη μεγάλη ‘παγίδα’ για το ευρώ. Αυτό υπογραμμίζουν συχνά ειδικοί αναλυτές, οικονομολόγοι και αρκετοί πολιτικοί από τότε που ξέσπασε η ευρωκρίση. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσουν πολλοί Γερμανοί οικονομολόγοι και την έκδοση ή όχι ευρωομολόγου.
Ο νομπελίστας οικονομολόγος Ράινχαρντ Ζέλτεν σε συνέντευξή του στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF), τονίζει, ότι «ευρωομόλογα που θα εκδοθούν από τις χρεωμένες χώρες-μέλη της ένωσης και μετά θα πρέπει να πληρώσει η ΕΕ, δεν είναι ο σωστός δρόμος».
Ταυτόχρονα εκτιμά πως είναι σωστό «οι διαβουλεύσεις για την έκδοση ή όχι ευρωομολόγου να είναι ανοιχτές», όπως επίσης και το γεγονός ότι γίνεται προσπάθεια «να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, που θα διασφαλίζει τις ανάλογες προϋποθέσεις για τη δρομολόγησή τους», αλλά επαναλαμβάνει ότι «δεν στηρίζει μια τέτοια λύση».
Μόνο σε συνδυασμό με δημοσιονομική πειθαρχία και διαρθρωτικές αλλαγές
Στο ερώτημα γιατί δεν συνάδει μια τέτοια λύση με την ΕΕ, εφ’ όσον όλοι αποδέχονται πως πρέπει να δρομολογηθεί τελικά μια κοινή δημοσιονομική πολιτική, ο διάσημος οικονομολόγος παίρνοντας για παράδειγμα τα χρέη της τοπικής αυτοδιοίκησης αποσαφηνίζει τις συνέπειες μιας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής στην ΕΕ: «Όταν μια κοινότητα ή ένας δήμος έχει υψηλά χρέη το κράτος δεν αναλαμβάνει μόνον τα χρέη, αλλά και μέρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της συγκεκριμένης κοινότητας ή δήμου. Δηλαδή εάν η ένωση αναλάβει τις εγγυήσεις έναντι του χρέους μιας χώρας-μέλους, τότε θα πρέπει να συρρικνωθούν και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας-μέλους.»
Ο οικονομολόγος Ζέλτεν εξέφρασε επίσης την άποψη ότι δεν υπάρχει «σοβαρός κίνδυνος» για την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Γερμανίας, αν και παραδέχθηκε ότι «όταν μια χώρα στηρίζει την οικονομική της πολιτική σε ευρύτερες, κοινοτικές ρυθμίσεις, ενδέχεται να υποστεί τις συνέπειες των αναταράξεων του ευρώ.»
Ο Γερμανός νομπελίστας επαναλαμβάνει στην ουσία αυτό που δήλωσε χθες σαφέστατα ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ή υπαινίχθηκε χθες ή και πριν από καιρό ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: κοινή δημοσιονομική πολιτική σημαίνει εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Διότι μόνον έτσι μπορεί να διασφαλιστεί η συνέχιση του προγράμματος εξυγίανσης και η υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών στις χώρες-μέλη που έχουν μεγάλο δημόσιο χρέος. Δηλαδή εάν βρεθεί μια φόρμουλα διασφάλισης των παραπάνω παραμέτρων ενδέχεται ακόμη και οι φιλελεύθεροι του Ρέσλερ να πουν ‘ναι’ στο ευρωομόλογο; Ουδείς γνωρίζει, ωστόσο φαίνεται ότι εντείνονται οι διαβουλεύσεις για την εξεύρεση μιας λύσης σε αυτή την κατεύθυνση, παρά την τακτική των διαψεύσεων.
Υπάρχουν όμως σοβαρές δυσκολίες. Διότι, πρώτον, καμία χώρα της ΕΕ δεν είναι ώριμη για εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε έναν ευρωπαϊκό θεσμό, και δεύτερον, στη Γερμανία, διεξάγονται τον Σεπτέμβριο, τοπικές βουλευτικές εκλογές σε δύο κρατίδια (Μεκλεμβούργο και Βερολίνο) και δημοτικές εκλογές σε ένα τρίτο (Κάτω Σαξονία).
Για τους Χριστιανοδημοκράτες της κ. Μέρκελ και τους Ελεύθερους Δημοκράτες του κ. Ρέσλερ οι εκλογές αυτές συνιστούν μια ακόμη σημαντική αναμέτρηση. Γιατί το θερμόμετρο των δημοσκοπήσεων είναι αμείλικτο: οι Χριστιανοδημοκράτες είναι ‘κολλημένοι’ στο 32% και οι Φιλελεύθεροι στο 4%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου