Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

ΓΙΑΤΙ Η ΕΥΡΩΠΗ ΠΑΙΡΝΕΙ ΛΑΘΟΣ ΔΡΟΜΟ

Τα μέτρα με ασαφή ονόματα μπορούν ενίοτε να έχουν μεγάλη σημασία. Κάπως έτσι συμβαίνει με το σχέδιο της ευρωπαϊκής οδηγίας για τη Διαχείριση Κεφαλαίων Εναλλακτικών Επενδύσεων (Alternative Investment Fund Managers - AIFM). Η οδηγία θα γίνει νόμος της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Ιούλιο και οι διαπραγματεύσεις έχουν περιέλθει σε κρίσιμο στάδιο.

Πρόκειται για μια φιλόδοξη οδηγία που έχει συλληφθεί στο πλαίσιο του ευρύτερου σχεδίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για επέκταση της εποπτείας σε όλους τους τύπους επενδυτικών σχημάτων που ενδέχεται να παράγουν πραγματικούς κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Δεν είναι ότι εκείνοι προκάλεσαν την κρίση, αλλά οι διαχειριστές των hedge funds, και ιδίως αυτών που κινούνται με υψηλή μόχλευση, θεωρείται ότι συνέβαλαν στην κατάρρευση των Lehman Brothers. Το μάθημα: απαιτείται εποπτεία για αυτά τα σχήματα.
Οι μεγάλοι στόχοι της Ε.Ε. είναι τα hedge funds και οι εταιρείες private equity. Και τα δύο αυτά σχήματα θεωρούνται επενδυτικά σχήματα υψηλού κινδύνου, που συχνά λειτουργούν με αδιαφάνεια, γι’ αυτό κρίνονται κατάλληλα μόνο για επαγγελματίες επενδυτές. Η ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας είναι πάντοτε θετικά πράγματα. Υπάρχει ωστόσο ένας σκόπελος και έχει να κάνει με το ότι το σχέδιο της οδηγίας επεκτείνει την εποπτεία σε τέτοιο βαθμό που συλλαμβάνει και άλλους τύπους επενδυτικών οχημάτων, της Γερμανίας, της Βρετανίας και άλλων χωρών.
Ας δούμε την περίπτωση των βρετανικών επενδυτικών εταιρειών. Η πρώτη επενδυτική εταιρεία ιδρύθηκε στη Βρετανία το 1868. Οι περισσότερες βρετανικές επενδυτικές εταιρείες υπάρχουν εδώ και έναν αιώνα, επομένως είναι αδύνατο να είναι ‘εναλλακτικοί’ τύποι επενδύσεων. Πρόκειται για εισηγμένες εταιρείες που διευθύνονται από διοικητικά συμβούλια τα οποία διορίζονται από και έχουν νομικές υποχρεώσεις έναντι των μετοχών τους. Οι μετοχές τους διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο όπως οι μετοχές της Siemens και της Carrefour. Υπόκεινται στο ήδη υπάρχον ισχυρό εποπτικό πλαίσιο και στη Βρετανία και στις άλλες χώρες της Ε.Ε. και σε απαιτήσεις για λεπτομερή δημοσίευση των στοιχείων τους και για υψηλά πρότυπα εταιρικής διακυβέρνησης. Τείνουν, τέλος, να υιοθετούν μια προσεκτική επενδυτική προσέγγιση, οπωσδήποτε στοχεύοντας σε αναπτυξιακούς στόχους, αλλά μεριμνώντας πολύ και για την ασφάλεια. Η οπτική τους δηλαδή είναι μακροπρόθεσμη.
Γι’ αυτό το λόγο οι επενδυτικές εταιρείες προσελκύουν πολύ τους ιδιώτες επενδυτές. Κάπου 1 εκατομμύριο ιδιώτες επενδυτές, κυρίως από την Ε.Ε. έχουν λεφτά σε επενδυτικές εταιρείες.
Η δομή των επενδυτικών εταιρειών, με τον υψηλό βαθμό λογοδοσίας που τη διακρίνει, δεν φαίνεται ωστόσο να αντανακλάται στο προσχέδιο ης οδηγίας. Κάποιες προβλέψεις στην πραγματικότητα θα επιβαρύνουν την σύνεση της διαχείρισης, συγκεκριμένα η προβλεπόμενη μεταβίβαση της ευθύνης από το Διοικητικό Συμβούλιο της επενδυτικής εταιρίας σε τρίτους διαχειριστές (ορισμένες επενδυτικές εταιρείες είναι αυτοδιαχειριζόμενες και δεν απασχολούν τρίτους διαχειριστές). Άλλες ρήτρες της οδηγίας όπως οι απαιτήσεις περί πολιτικής ρευστοποιήσεων, αποτίμησης και κεφαλαιακής επάρκειας δεν είναι πρόσφορες για τις εισηγμένες εταιρίες αφού οι επενδυτές τους δεν μπορούν να εξαργυρώσουν το μερίδιό τους αλλά μπορούν να πουλήσουν ή να αγοράσουν μετοχές στην καθημερινή διαπραγμάτευση.
Υπάρχουν και άλλα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τις απαιτήσεις ορισμού ενός κεντρικού αποθετηρίου για την υποδοχή των κεφαλαίων των επενδυτών, για την ασφαλή θεματοφυλακή των στοιχείων ενεργητικού, και για την εποπτεία των διαδικασιών αξιολόγησης τους, σαν να είναι προφανές ότι θα υπάρξουν πάροχοι που θα θέλουν ή θα μπορούν να επιτελέσουν όλες αυτές τις λειτουργίες άμεσα.
Και εδώ προκύπτει μια ερώτηση, και η απάντηση έχει ενδιαφέρον. Από τη στιγμή που δεν διατυπώθηκε κανένας υπαινιγμός περί του ότι οι επενδυτικές εταιρείες αποτελούν απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα ή περί του ότι είχαν διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο στην παγκόσμια κρίση, γιατί τώρα περιλαμβάνονται στην οδηγία; Ο φόβος μεταξύ των πολιτικών και των εποπτικών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι σε περίπτωση που υπάρξει εξαίρεση οποιουδήποτε τύπου επενδυτικού οχήματος από την οδηγία, οι δημιουργικοί διαχειριστές των hedge funds θα βρουν τρόπους να αυτοαποκληθούν επενδυτικές εταιρείες προκειμένου να αποφύγουν την εποπτεία. Αλλά αυτό δεν πρέπει να απασχολεί την Επιτροπή. Αντίθετα θα πρέπει να χαρεί αν τα hedge funds επιχειρήσουν να δουν και να εκμεταλλευτούν το καθεστώς των επενδυτικών εταιρειών σαν παραθυράκι για να ξεφύγουν από την εποπτεία. Από τη στιγμή που ένα hedge fund μεταλλάσσεται σε επενδυτική εταιρεία, υποχρεώνεται να λειτουργήσει με μια θεμελιωδώς διαφορετική δομή και να ανταποκριθεί σε νέους επενδυτικούς περιορισμούς. Θα υπόκειται σε μεγαλύτερο βαθμό εποπτείας και θα υποχρεωθεί στην ενίσχυση της διαφάνειας και στην ενίσχυση της λογοδοσίας προς τους επενδυτές του. Γι’ αυτό άλλωστε ελάχιστοι, ή μάλλον κανείς διαχειριστής hedge fund δεν θα έκανε κάτι τέτοιο.
Στην παρούσα φάση έχουν προταθεί ορισμένες ευφυείς βελτιώσεις στην οδηγία. Αλλά αυτές οι προσπάθειες για ‘αναλογικότητα’ αποτελούν τη δεύτερη καλύτερη λύση, συν το ότι μπορεί να απορριφθούν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ευρωκοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Παραμένει το γεγονός ότι η οδηγία AIFM ορίζει ένα ακατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις επενδυτικές εταιρείες.
Η καλύτερη λύση είναι ο αποκλεισμός των επενδυτικών εταιρειών από την αρμοδιότητα της εν λόγω οδηγίας. Τα μπαλώματα, με την καλή έννοια, κατά κανόνα καταλήγουν αποδίδοντας το αντίθετο από αυτό στο οποίο στόχευαν. Στην καλύτερη περίπτωση το αποτέλεσμα από την υιοθέτηση της εν λόγω οδηγίας θα είναι η ενίσχυση του διοικητικού κόστους και του κόστους συμμόρφωσης με τη νομοθεσία των επενδυτικών εταιρειών χωρίς προφανές όφελος. Στη χειρότερη περίπτωση αυτή η οδηγία θα οδηγήσει – όπως προειδοποιεί η έκθεση των εποπτικών αρχών του Λονδίνου – στην παρακμή των επενδυτικών εταιρειών. Και αυτοί που θα πληρώσουν το κόστος θα είναι ακριβώς οι επενδυτές που η οδηγία ήθελε να προστατέψει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: