απο το sofokleous.gr
Δύο μήνες μετά την κατάρρευση των Lehman Brothers, το φθινόπωρο του 2008, ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες συνέστησαν μια ομάδα δράσης – τόσο μυστική που την βάφτισαν «η ομάδα που δεν υπάρχει». Η αποστολή της: η επεξεργασία ενός σχεδίου για την αποτροπή μιας στάσης πληρωμής ενός κράτους μέλους από τα 16 της ζώνης του ευρώ.
Όταν ένα χρόνο μετά η Ελλάδα άρχισε να περιέρχεται σε δύσκολη θέση, το μυστικό συμβούλιο, που η ύπαρξή του δεν είχε αναφερθεί ποτέ, δεν είχε καταφέρει ακόμη να συμφωνήσει σε μια στρατηγική. Στο πρελούδιο μιας δημόσιας συζήτησης γεμάτης έριδες που θα καθυστερούσε την απάντηση της Ευρώπης στην κρίση δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης ως την ύστατη στιγμή, η ομάδα δράσης πάλευε να ξεπεράσει τις μεγάλες διαφωνίες ως προς το αν και πώς η Ευρωζώνη θα μπορούσε να σώσει ένα μέλος της. Την απάντηση δεν τη βρήκε ποτέ.
Έρευνα της εφημερίδας Wall Street Journal, που βασίστηκε σε δεκάδες συνεντεύξεις με αξιωματούχους από πολλές χώρες μέλη της ΕΕ, αποκαλύπτει ότι οι διχογνωμίες που ταλάνιζαν την ομάδα δράσης έφεραν την ΟΝΕ κυριολεκτικά στο χείλος της κατάρρευσης. Σύμφωνα με πηγές προσκείμενες στο ζήτημα, στις αρχές Μαΐου, ελάχιστες ώρες πριν η Γαλλία και η Γερμανία καταφέρουν να υπερβούν το αδιέξοδο και να συμφωνήσουν στην ίδρυση ενός ταμείου ύψους 1 τρις δολαρίων για τη διάσωση των κρατών-μελών της Ευρωζώνης που θα αντιμετώπιζαν προβλήματα, η Γαλλίδα Υπουργός Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ έλεγε στη γαλλική αντιπροσωπεία ότι η Ευρωζώνη είναι στο χείλος της διάρρηξης.
Η διάρρηξη της Ευρωζώνης διακύβευε πολλά για ολόκληρο τον κόσμο. Ένα ενδεχόμενο κύμα στάσεων πληρωμών των κρατών μελών της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα μπορούσε να οδηγήσε σε νέα κρίση το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, με πολύ χειρότερες επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία από ό,τι η χρεοκοπία των Lehman. Η επικίνδυνη αναποφασιστικότητα της Ευρώπης είχε στη ρίζα της ιδεολογικές διαφορές που συνέχιζαν να παραλύουν τις προσπάθειες της ΟΝΕ για λύση στα διαρθρωτικά προβλήματά της. Οι μεγάλες διαφορές στην οικονομική πολιτική ανάμεσα στον οικονόμο ευρωπαϊκό Βορρά και τον χαλαρότερο ευρωπαϊκό Νότο, ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία αλλά και ανάμεσα στις εθνικές κυβερνήσεις και τους κεντρικούς θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούσαν εμπόδια για μια αποτελεσματική και έγκαιρη απάντηση στην κρίση. Μόνο όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ολοκληρωτική καταστροφή – την κατάρρευση της Ευρωζώνης – οι ηγέτες έβαλαν κατά μέρος τις διαφορές τους και κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό.
Η σύγκρουση μέσα στον γαλλογερμανικό άξονα
Αυτό που περιέπλεκε τα πράγματα ήταν ότι οι δύο πιο σημαντικοί πολιτικοί της Ευρώπης οι οποίοι αποφάσιζαν για τη μοίρα του ευρώ είχαν αντικρουόμενες ατζέντες – ενώ πολλά διακυβεύονταν για τον καθένα τους και προσωπικά.
Ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, που στη χώρα του συχνά του αποδίδουν τον τίτλο του ‘υπέρ-πρόεδρου’ εξαιτίας της αδιάκοπης σπουδής του για νέες πρωτοβουλίες, έβλεπε τη δημοτικότητά του να μειώνεται επειδή η εσωτερική οικονομική μεταρρύθμιση που προωθούσε είχε βαλτώσει. Ο 55χρονος Γάλλος ηγέτης θεωρούσε ότι το πρόβλημα της Ελλάδας απειλούσε να καταστρέψει την Ευρωζώνη. Ο Νικολά Σαρκοζί άδραξε την ευκαιρία για να αποδείξει τον ηγετικό του δυναμισμό και να ενισχύσει τη δημοτικότητα και την επιρροή του.
Για την 56χρονη Γερμανίδα καγκελάριο Αγγέλα Μέρκελ, πάλι, η κρίση αποτελούσε τη μεγαλύτερη δοκιμασία της καριέρας της. Η κ. Μέρκελ είχε εκπαίδευση φυσικών επιστημών, ήταν γνωστή για το επιφυλακτικό και θεσμικό στυλ διακυβέρνησης της, και φοβόταν τις αντιδράσεις των Γερμανών ψηφοφόρων και βουλευτών, καθώς επίσης και την απόρριψη από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας της, σε περίπτωση που έδινε χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων στην κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση αμαρτάνουσα και ελλειμματική Ελλάδα. Παρά τις πιέσεις του Γάλλου προέδρου, η Αγγέλα Μέρκελ αρνήθηκε με επιμονή την ταχεία αντιμετώπιση του προβλήματος.
Όταν ο Νικολά Σαρκοζί όρμησε σε μια συνάντηση ακολουθούμενος από φωτογράφους και κάμερες, η κ. Μέρκελ ζήτησε παγερά να βγουν έξω οι κάμερες. «Δεν θα σου επιτρέψω να μου το κάνεις αυτό», είπε, προειδοποιώντας τον ότι δεν θα έπαιζε το ρόλο της ‘πεισματάρας γριάς γκιόσσας’.
Η Ευρώπη προχώρησε εν τέλει στην ίδρυση ενός ταμείου διάσωσης τον Μάιο. Αλλά μέχρι τότε το κόστος της αποκατάστασης της ηρεμίας των αγορών είχε εξακοντιστεί στα ύψη, απαιτώντας τη δέσμευση πόρων 750 δις ευρώ. Το γεγονός αυτό εκτόνωσε τον πανικό αλλά δεν απέτρεψε την κρίση: το μη βιώσιμο χρέος θέτει ακόμη τεράστιες προκλήσεις, ιδίως για την Ελλάδα και την Ιρλανδία.
Τα πρώτα βήματα
Ο κίνδυνος μιας κρίσης δημόσιου χρέους ενός κράτους μέλους της Ευρωζώνης άρχισε να απασχολεί τους κορυφαίους σχεδιαστές πολιτικής της Ευρώπης τον Οκτώβριο του 2008. Εκείνον τον καιρό η Ουγγαρία, που μετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά όχι στην Ευρωζώνη, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση από τις πανικόβλητες αγορές. Η ΕΕ, χρησιμοποιώντας ένα υπάρχον αλλά ελάχιστα χρησιμοποιημένο πρόγραμμα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα κινήθηκαν γρήγορα και ευέλικτα, προσφέροντας στην Ουγγαρία χρηματοδοτική στήριξη ύψους 20 δις ευρώ.
Αλλά πολύ σύντομα έγινε σαφές ότι η Ευρωζώνη δεν διέθετε εργαλεία για να σώσει κάποιο από τα μέλη της. Με βάση τις ευρωπαϊκές συνθήκες, ο μηχανισμός που είχε χρησιμοποιηθεί για τη διάσωση της Ουγγαρίας δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ. Για τους περισσότερους Ευρωπαίους αξιωματούχους, εξάλλου, το ΔΝΤ αποτελούσε ταμπού: θεωρούσαν ότι τα δάνειά του ήταν μια χαρά για τις φτωχές πρώην κομμουνιστικές χώρες αλλά όχι για τα ανεπτυγμένα κράτη μέλη του ευρώ.
Τον Μάρτιο του 2009, ο αξιωματούχος του γαλλικού Υπουργείου Οικονομικών Χαβιέ Μούσα ετοιμαζόταν να αποχωρήσει από την προεδρία της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ενός ισχυρού σώματος τεχνοκρατών που διαχειρίζεται την οικονομική πολιτική της ΕΕ. Εισάγοντας τον διάδοχό του Τόμας Βάιζερ της Αυστρίας στα καθήκοντα του, στο τέλος ενός μεγάλου καταλόγου πρόσθεσε ένα ακόμη. «Παρεπιπτόντως, υπάρχει και μια ομάδα που δεν υπάρχει», του είπε.
Η μυστική ομάδα δράσης, που το συντονισμό της είχε αναλάβει ο πρόεδρος της Επιτροπής, πραγματοποιούσε κρυφές συναντήσεις από τον Νοέμβριο του 2008 προκειμένου να επεξεργαστεί ένα σχέδιο για την περίπτωση που μια κρίση σαν κι αυτή της Ουγγαρίας έπληττε ένα κράτος μέλος της Ευρωζώνης. Στην ομάδα μετείχαν μόνο ανώτατοι πολιτικοί αξιωματούχοι – αμέσως μετά το επίπεδο των υπουργών – από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το γραφείο του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου που ήταν επικεφαλής του συμβουλίου των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Η ομάδα δράσης έκανε τις συναντήσεις της στο περιθώριο των διαφόρων ευρωπαϊκών συναντήσεων υπουργών και συμβουλίων κορυφής στις Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, πολλές φορές στις 6 η ώρα το πρωί ή και μετά το πέρας των εργασιών σε ώρες νυχτερινές. Οι συμμετέχοντες κρατούσαν στο σκοτάδι τους συναδέλφους των κυβερνήσεων τους, από φόβο για διαρροές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σαρωτική φημολογία και κερδοσκοπία στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Οι πιθανοί υποψήφιοι για μια κρίση ήταν πασίγνωστοι: η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Ισπανία, η ομάδα των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που επιβαρύνονταν με υψηλό δημόσιο χρέος και τους είχε αποδοθεί από τις αγορές ομολόγων το υποτιμητικό ψευδώνυμο PIGS.
Μέρος των διαβουλεύσεων αφορούσε το πολύ κεντρικό πρόβλημα περί το αν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας ένα εγχείρημα διάσωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που αποτελεί τον εκτελεστικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεκδικούσε κεντρικό ρόλο στην συγκέντρωση κονδυλίων και τη διαχείρηση της χρηματοδότησης – και σε αυτό βρήκε συμμάχο τη Γαλλία. Η Γερμανία, αντιθέτως, φοβούμενη την επέκταση των αρμοδιοτήτων των Βρυξελλών, έβλεπε άκρως αρνητικά το ενδεχόμενο της παραχώρησης αρμοδιοτήτων διαχείρησης ρευστότητας στις Βρυξέλλες.
Ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών φοβόταν συγκεκριμένα ότι η Επιτροπή θα προσπαθούσε να εγκαθιδρύσει ένα προηγούμενο για τη συγκέντρωση του ευρωπαϊκού δημόσιου δανεισμού, μέσω της έκδοσης ευρωπαϊκών ομολόγων. Αυτό θα σήμαινε πως η Γερμανία, που αποτελεί τον ισχυρότερο πιστωτή της Ευρώπης, θα επιχορηγούσε άλλα κράτη μέλη. Αντ’ αυτού, η Γερμανία επέμενε ότι κάθε βοήθεια θα έπρεπε να παρασχεθεί υπό τη μορφή παροχής δανείων των επιμέρους κρατών μελών προς τη χώρα που αντιμετωπίζει προβλήματα. Με τον τρόπο αυτό, το Βερολίνο, που ήταν η χώρα με τη μεγαλύτερη οικονομική ισχύ, θα μπορούσε να διασφαλίσει τον έλεγχο των διαδικασιών και να υποχρεώσει κάθε αλλοπρόσαλλο κράτος παραλήπτη οικονομικής βοήθειας να προχωρήσει σε δραστικές μεταρρυθμίσεις.
Και άρχισε η κρίση...
Η διχογνωμία μεταξύ των μελών της ομάδας δράσης παρέμεινε σε θεωρητικό επίπεδο επί έναν ολόκληρο χρόνο. Τον περασμένο Οκτώβριο ωστόσο, το πράγμα έχασε τον καθαρά ακαδημαϊκό χαρακτήρα του. Αυτόν τον μήνα η νεοεκλεγείσα σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ελλάδας ανακοίνωσε ότι το δημόσιο έλλειμμα της χώρας είχε φτάσει στο 12.5% του ΑΕΠ – ήταν δηλαδή τρεις φορές παραπάνω από όσο το έφεραν οι αρχικές προβλέψεις της απελθούσας κυβέρνησης. Έκπληκτοι οι επενδυτές αρχίσαν να ξεφορτώνονται ελληνικά ομόλογα. Η Ελλάδα θα έπρεπε να αναχρηματοδοτήσει μεγάλες εκδόσεις κρατικών ομολόγων που έληγαν την άνοιξη του 2010 και δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα μπορούσε να βρει αυτά τα χρήματα από τις αγορές.
Το Φεβρουάριο είχε γίνει πια προφανές ότι η Ευρωζώνη θα υποχρεώνονταν να αναλάβει δράση για να αντιμετωπίσει την κατάρρευση της αγοράς των ελληνικών ομολόγων. Τότε ήταν που η μυστική ομάδα δράσης της Γαλλίας, της Γερμανίας και των άλλων γραφειοκρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης άνοιξε τις πόρτες της στα υπόλοιπα κράτη μέλη – με την εξαίρεση της Ελλάδας. Το πράγμα άρχιζε να ξεφεύγει από τον έλεγχο...
Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου